2.11.18

συγυρίζω

Να κάτι που δεν είχα ιδέα!!!
συγυρίζω < μεσαιωνική ελληνική συγυρίζω (διαπομπεύω, μαζί με άλλους εκθέτω σε προπηλακισμούς κάποιον γυρίζοντάς τον στους δρόμους της πόλης)

https://el.wiktionary.org/wiki/%CF%83%CF%85%CE%B3%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%B6%CF%89



search...